Ο θυρεοειδής είναι ένας αδένας ο οποίος βρίσκεται στην πρόσθια επιφάνεια του τραχήλου, στο κατώτερο μέρος του. Είναι τοποθετημένος μπροστά από την τραχεία (σωλήνας που οδηγεί τον αέρα στους πνεύμονες) και έρχεται σε ανατομική σχέση με τα παλίνδρομα λαρυγγικά νεύρα (νευρώνουν τις φωνητικές χορδές) και τους παραθυρεοειδείς αδένες (υπεύθυνοι για την ισορροπία του ασβεστίου στον οργανισμό). Αποτελείται από δύο λοβούς δεξιά και αριστερά της τραχείας, που ενώνονται με έναν ισθμό μπροστά από την τραχεία.
Θέση θυρεοειδούς στον τράχηλο
Ο θυρεοειδής παράγει σε συνεργασία με την υπόφυση (βρίσκεται στον εγκέφαλο) και με τη βοήθεια του ιωδίου που υπάρχει στον οργανισμό, τις θυρεοειδικές ορμόνες, την Τ3 και Τ4, οι οποίες έχουν σπουδαιότατο ρόλο στο μεταβολισμό του σώματος. Διαταραχές στην παραγωγή αυτών των ορμονών, είτε υπερπαραγωγή τους, ή μειωμένη παραγωγή, προκαλούν σημαντικά προβλήματα σε πολλαπλές λειτουργίες του ανθρωπίνου σώματος.
Η υπερπαραγωγή θυρεοειδικών ορμονών ονομάζεται υπερθυρεοειδισμός και συνοδεύεται από σειρά συμπτωμάτων, όπως ταχυκαρδίες, κόπωση, εφιδρώσεις, δυσανεξία στη θερμότητα, απώλεια βάρους, νευρικότητα, αυξημένα αντανακλαστικά και διαταραχές του κύκλου στις γυναίκες ή και στυτική δυσλειτουργία στους άνδρες. Σε περίπτωση που αιτία είναι η νόσος του Graves, συνυπάρχει εξόφθαλμος.
Στον αντίποδα, η ελλιπής παραγωγή ορμονών ονομάζεται υποθυρεοειδισμός. Τα συμπτώματα αφορούν βραδυκαρδία, νωθρότητα, βραδυψυχισμό, αύξηση βάρους, πάχυνση της γλώσσας, λέπτυνση των τριχών, ευθριπτότητα των νυχιών, δυσανεξία στο ψύχος και δυσκοιλιότητα.
Οι συχνότερες παθήσεις του θυρεοειδούς που απαιτούν χειρουργική θεραπεία είναι οι διάφοροι όζοι, η πολυοζώδης βρογχοκήλη, καταστάσεις που προκαλούν υπερ- ή υποθυρεοειδισμό και δεν ελέγχονται φαρμακευτικά και ο καρκίνος του θυρεοειδούς.
Οι διαγνωστικές εξετάσεις που χρησιμοποιούνται για τις παθήσεις του θυρεοειδούς είναι η μέτρηση των ορμονών Τ3,Τ4 και TSH στο αίμα, το υπερηχογράφημα, το σπινθηρογράφημα και η αξονική (CT) και μαγνητική (MRI) τομογραφία.
Υπολογίζεται ότι το 50% των ανθρώπων πάνω από 50 ετών έχουν κάποιο θυρεοειδικό όζο. Ο θυρεοειδικός όζος είναι μια οζώδης διόγκωση του αδένα, είτε μονήρης (μοναδική), είτε πολλαπλή. Ένας θυρεοειδικός όζος μπορεί είτε να είναι ενεργός και να παράγει ορμόνες (θερμός), ή να είναι ανενεργός (ψυχρός), ενώ μπορεί να είναι συμπαγής ή κυστικός. Το μέγεθος μπορεί να ποικίλει, από λίγα χιλιοστά, μέχρι και αρκετά εκατοστά. Η μεγάλη πλειονότητα των θυρεοειδικών όζων είναι καλοήθεις, με ένα ποσοστό όμως από αυτούς να αντιπροσωπεύουν καρκίνωμα του θυρεοειδούς.
Σχηματική απεικόνιση θυρεοειδικού όζου
Πώς γίνεται η διάγνωση των θυρεοειδικών όζων;
Ένας θυρεοειδικός όζος αν έχει μεγάλο μέγεθος μπορεί να γίνει αντιληπτός σαν διόγκωση στον τράχηλο από τον ίδιο τον ασθενή ή το γιατρό ψηλαφητικά και να καθοριστούν ορισμένα χαρακτηριστικά (σκληρότητα, ευκίνητος, καθηλωμένος κλπ). Οι περισσότεροι όζοι γίνονται αντιληπτοί στο υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς, όπου εκτός από την ύπαρξή τους αναδεικνύεται το μέγεθος τους, ο αριθμός τους, αν είναι συμπαγείς ή κυστικοί, καθώς και άλλα χαρακτηριστικά τους. Το σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς αναγνωρίζει αν ένας όζος παράγει ορμόνες (θερμός) ή είναι μη λειτουργικός (ψυχρός). Μερικές φορές μπορεί να απαιτηθεί διενέργεια αξονικής (CT) ή μαγνητικής (MRI) τομογραφίας, για τη λήψη πληροφοριών σε σχέση με τις παρακείμενες δομές του τραχήλου ή την ύπαρξη διογκομένων λεμφαδένων. Η κυτταρολογική εξέταση με παρακέντηση με λεπτή βελόνη (FNA), είναι μια απλή διαδικασία, η οποία συχνά γίνεται με τη βοήθεια υπερήχου και λαμβάνει υλικό από τον όζο για κυτταρολογική εξέταση για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κακοήθειας ή όχι. Φυσικά, αρχικά ο προσδιορισμός των θυρεοειδικών ορμονών T3 και Τ4, αλλά κυρίως και της ρυθμιστικής υποφυσιακής ορμόνης για το θυρεοειδή, της TSH, είναι απαραίτητος.
Διενέργεια FNA
Πότε είναι ύποπτος για κακοήθεια ένας θυρεοειδικός όζος;
Αυξημένος κίνδυνος κακοήθειας για ένα θυρεοειδικό όζο υπάρχει στις εξής περιπτώσεις :
Ποια είναι η θεραπεία των θυρεοειδικών όζων;
Ένας θυρεοειδικός όζος ο οποίος δεν έχει χαρακτηριστικά ύποπτα για κακοήθεια πρέπει να παρακολουθείται κυρίως υπερηχογραφικά και αν προκαλεί ορμονικές διαταραχές, ο ασθενής να υποβάλλεται σε παρακολούθηση και διόρθωση των ορμονικών διαταραχών. Σε περίπτωση που τα χαρακτηριστικά του είναι ύποπτα για κακοήθεια, ή αυτή έχει τεκμηριωθεί με παρακέντηση και κυτταρολογική (FNA) ή το μέγεθος είναι τέτοιο που προκαλεί προβλήματα στον ασθενή, τότε η θεραπεία είναι χειρουργική και συνίσταται στην ολική θυρεοειδεκτομή. Η θυρεοειδεκτομή αποτελεί μια επέμβαση με μικρή νοσηρότητα, διάρκεια νοσηλείας και ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο. Στις μέρες μας υπάρχουν συσκευές (νευροδιεγέρτες), οι οποίες είναι υποβοηθητικές στην αναγνώριση των παλίνδρομων λαρυγγικών νεύρων που νευρώνουν τις φωνητικές χορδές και έρχονται σε άμεση σχέση με το θυρεοειδή, έτσι ώστε ο τραυματισμός τους που παραδοσιακά θεωρούνταν η βασική επιπλοκή μετά την επέμβαση, να είναι εξαιρετικά σπάνιος. Μετά την αφαίρεση του αδένα, ο ασθενής λαμβάνει θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, ώστε να έχει επάρκεια θυρεοειδικών ορμονών.
Μετεγχειρητικές ουλές ολικής θυρεοειδεκτομής
Βρογχοκήλη ονομάζεται γενικά η διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα. Μπορεί να αφορά απλή διόγκωση του αδένα που μπορεί να φτάσει μέχρι και 2-3 φορές μεγαλύτερος σε μέγεθος (απλή βρογχοκήλη), ή να συνοδεύεται από ύπαρξη πολλαπλών όζων (πολυοζώδης βρογχοκήλη). Οι αιτίες μπορεί να είναι ποικίλες, όπως η έλλειψη ιωδίου, η διαταραχή στη σύνθεση θυρεοειδικών ορμονών, διάφορες θυρεοειδίτιδες, μετά από κύηση κλπ. Οι ασθενείς μπορεί να έχουν φυσιολογική θυρεοειδική λειτουργία ή υποθυρεοειδισμό, ενώ σε περίπτωση που κάποιοι όζοι γίνουν αυτόνομοι και παράγουν ορμόνες, τότε έχουμε υπερθυρεοειδισμό και η πάθηση ονομάζεται τοξική πολυοζώδης βρογχοκήλη (νόσος του Plummer). Η βρογχοκήλη μπορεί να λάβει ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθος και εκτός από αισθητικά προβλήματα να προκαλεί πίεση στις παρακείμενες δομές του τραχήλου (τραχεία – αεροφόρος οδός) ή και να επεκτείνεται πίσω από το στέρνο προς το θώρακα (καταδυόμενη βρογχοκήλη).
Βρογχοκήλη
Πότε η βρογχοκήλη χρειάζεται χειρουργική επέμβαση;
Μικρές βρογχοκήλες συνήθως δεν απαιτούν χειρουργική θεραπεία. Χειρουργική θεραπεία απαιτουν μεγάλες σε μέγεθος βρογχοκήλες που προκαλούν κοσμητικά προβλήματα καθώς και πιεστικά φαινόμενα στην τραχεία και αναπνευστικά προβλήματα, βρογχοκήλες που επεκτείνονται προς το θώρακα (καταδυόμενες) και τοξικές πολυοζώδεις βρογχοκήλες που δεν ανταποκρίνονται σε άλλη θεραπευτική προσέγγιση.
Ποια είναι η χειρουργική θεραπεία της βρογχοκήλης;
Η θεραπεία συνίσταται στην ολική θυρεοειδεκτομή. Η θυρεοειδεκτομή αποτελεί μια επέμβαση με μικρή νοσηρότητα, διάρκεια νοσηλείας και ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο. Στις μέρες μας υπάρχουν συσκευές (νευροδιεγέρτες), οι οποίες είναι υποβοηθητικές στην αναγνώριση των παλίνδρομων λαρυγγικών νεύρων που νευρώνουν τις φωνητικές χορδές και έρχονται σε άμεση σχέση με το θυρεοειδή, έτσι ώστε ο τραυματισμός τους που παραδοσιακά θεωρούνταν η βασική επιπλοκή μετά την επέμβαση, να είναι εξαιρετικά σπάνιος. Μετά την αφαίρεση του αδένα, ο ασθενής λαμβάνει θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, ώστε να έχει επάρκεια θυρεοειδικών ορμονών.
Μετεγχειρητικές ουλές ολικής θυρεοειδεκτομής
Υπερθυρεοειδισμός ονομάζεται η κατάσταση κατά την οποία υπάρχει αυξημένη παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών (Τ3 και Τ4), ενώ η ρυθμιστική υποφυσιακή ορμόνη του θυρεοειδούς (TSH) είναι ελαττωμένη. Ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να οφείλεται σε διάφορες αιτίες, όπως η νόσος του Graves και η τοξική πολυοζώδης βρογχοκήλη (νόσος του Plummer), ενώ σπανιότερες αιτίες αποτελούν το τοξικό αδένωμα του θυρεοειδούς και η υπερβολική λήψη ιωδίου (φαρμακευτικά κλπ).
Ποια είναι τα συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού;
Τα κυριότερα συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού περιλαμβάνουν ταχυκαρδίες, κόπωση, εφιδρώσεις, δυσανεξία στη θερμότητα, απώλεια βάρους, νευρικότητα, αυξημένα αντανακλαστικά και διαταραχές του κύκλου στις γυναίκες ή και στυτική δυσλειτουργία στους άνδρες. Σε περίπτωση που αιτία είναι η νόσος του Graves, συνυπάρχει εξόφθαλμος.
Τι είναι η νόσος του Graves;
Η νόσος του Graves (διάχυτη τοξική βρογχοκήλη) είναι η συχνότερη αιτία υπερθυρεοειδισμού και αποτελεί αυτοάνοση πάθηση. Είναι πολύ πιο συχνή σε γυναίκες, με συχνότερη ηλικία εμφάνισης αυτή των νεαρών ενηλίκων (2η – 4η δεκαετία ζωής). Προκαλείται από αντισώματα που παράγει ο οργανισμός, τα οποία διεγείρουν τα θυρεοειδικά κύτταρα. Εκτός από την κλινική εικόνα του υπερθυρεοειδισμού, χαρακτηριστικό της νόσου είναι ότι στους μισούς περίπου ασθενείς παρουσιάζεται οφθαλμοπάθεια, με εξόφθαλμο και οίδημα των βλεφάρων, η οποία σπανίως συνοδεύεται από διαταραχές της όρασης. Η θεραπεία της νόσου του Graves, εφόσον υπάρχει οφθαλμοπάθεια ή δεν ανταποκρίνεται στη φαρμακευτική θεραπεία, είναι η ολική θυρεοειδεκτομή.
Πότε ο υπερθυρεοειδισμός απαιτεί χειρουργική θεραπεία;
Συνήθως η αρχική προσέγγιση στη θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού είναι φαρμακευτική, είτε με αντιθυρεοειδικά φάρμακα ή με ραδιενεργό ιώδιο. Χειρουργική αντιμετώπιση, η οποία συνίσταται στην ολική θυρεοειδεκτομή, απαιτείται στις εξής περιπτώσεις :
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι μια σχετικά σπάνια κατάσταση, που φαίνεται να αφορά το 5% των όζων που εμφανίζονται σε κάποιους ασθενείς. Αποτελεί μια ετερογενή ομάδα διαφόρων τύπων, οι οποίοι διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Οι καλώς διαφοροποιημένοι θυρεοειδικοί καρκίνοι, έχουν συνήθως πολύ καλή εξέλιξη για τον ασθενή μετά από την κατάλληλη θεραπεία. Αυτοί περιλαμβάνουν το θηλώδες καρκίνωμα (πολύ καλή πρόγνωση, σπάνιες μεταστάσεις, πιο πιθανό να εμπλέκονται τραχηλικοί λεμφαδένες), το θυλακιώδες καρκίνωμα (επίσης καλή πρόγνωση, πιο πιθανές οι μεταστάσεις σε σχέση με το θηλώδες, σπανίως εμπλέκονται οι τραχηλικοί λεμφαδένες) και το μυελοειδές καρκίνωμα (επίσης καλή πρόγνωση, συχνά συνυπάρχει στο πλαίσιο κι άλλων ενδοκρινικών διαταραχών, υπάρχει πιθανότητα μεταστάσεων και συχνά εμπλέκονται οι τραχηλικοί λεμφαδένες). Στα κακώς διαφοροποιημένα καρκινώματα του θυρεοειδούς που είναι σπάνια, πολύ επιθετικά και με πτωχή πρόγνωση, ανήκει το αναπλαστικό καρκίνωμα, το οποίο συνήθως δεν επιδέχεται χειρουργική παρέμβαση.
Ποια είναι τα συμπτώματα του θυρεοειδικού καρκίνου και πως γίνεται η διάγνωση;
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς μπορεί να γίνει αντιληπτός είτε ψηλαφητικά ως διόγκωση στον τράχηλο (όζος) που μπορεί να συνοδεύεται από διόγκωση τραχηλικών λεμφαδένων, ή σε υπερηχογράφημα θυρεοειδούς, είτε ως μονήρης όζος, είτε στα πλαίσια πολυοζώδους βρογχοκήλης. Ανάλογα με την επέκταση του όγκου μπορεί να παρατηρηθεί και βράγχος φωνής. Ένας θυρεοειδικός όζος που γίνεται αντιληπτός, υποβάλλεται σε έλεγχο με υπερηχογράφημα θυρεοειδούς και καθορίζεται το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του, ενώ μπορεί να απαιτηθεί και σπινθηρογράφημα. Θυρεοειδικοί όζοι ύποπτοι για κακοήθεια εμφανίζουν τα εξής χαρακτηριστικά:
Πολύ υποβοηθητική και σχετικά απλή εξέταση για τον καθορισμό ύπαρξης κακοήθειας ή μη, είναι η κυτταρολογική εξέταση μέσω παρακέντησης με λεπτή βελόνη (FNA), που συχνά γίνεται με την καθοδήγηση υπερήχων.
Ποια είναι η θεραπεία του θυρεοειδικού καρκίνου;
Βασική θεραπεία του θυρεοειδικού καρκίνου είναι η ολική θυρεοειδεκτομή. Ανάλογα με το είδος μπορεί να απαιτηθεί λεμφαδενικός καθαρισμός του τραχήλου (θηλώδες, μυελοειδές καρκίνωμα) και μετεγχειρητικά χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου (θηλώδες και θυλακιώδες καρκίνωμα). Η θυρεοειδεκτομή αποτελεί μια επέμβαση με μικρή νοσηρότητα, διάρκεια νοσηλείας και ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο. Στις μέρες μας υπάρχουν συσκευές (νευροδιεγέρτες), οι οποίες είναι υποβοηθητικές στην αναγνώριση των παλίνδρομων λαρυγγικών νεύρων που νευρώνουν τις φωνητικές χορδές και έρχονται σε άμεση σχέση με το θυρεοειδή, έτσι ώστε ο τραυματισμός τους που παραδοσιακά θεωρούνταν η βασική επιπλοκή μετά την επέμβαση, να είναι εξαιρετικά σπάνιος.
Το αδένωμα παραθυρεοειδούς είναι μια καλοήθης κατάσταση που συνοδεύεται από αυξημένη έκκριση παραθορμόνης και υπερασβεστιαιμία. Αποτελεί τη συχνότερη αιτία πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού (υπερέκκρισης παραθορμόνης με υπαιτιότητα που ξεκινά από τους ίδιους τους αδένες – ο δευτεροπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός πχ παρατηρείται σε νεφροπαθείς). Στο 80% των περιπτώσεων αφορά έναν αδένα (από τους συνήθως τέσσερις που υπάρχουν)
Ποια είναι η κλινική και εργαστηριακή εικόνα του αδενώματος και πως γίνεται η διάγνωση;
Η κλινική εικόνα είναι αυτή της υπερασβεστιαιμίας, με συμπτώματα που περιλαμβάνουν αδυναμία, απώλεια όρεξης, κοιλιακά άλγη, παγκρεατίτιδα, πέτρες στα νεφρά, επασβεστώσεις αγγείων, οστεοπόρωση, οστικά άλγη και νευροψυχιατρικές διαταραχές. Εργαστηριακά υπάρχει αύξηση του ασβεστίου στο αίμα, ελάττωση του φωσφόρου και αύξηση της παραθορμόνης. Για τον εντοπισμό του αδενώματος (ποιος δηλαδή από τους τέσσερις αδένες είναι υπεύθυνος), ο συνδυασμός υπερηχογραφήματος και σπινθηρογραφήματος με sestamibi (ειδική εξέταση που εντοπίζει τους ιστούς με πολλά μιτοχόνδρια, όπως οι παραθυρεοειδείς και το μυοκάρδιο), συνήθως εντοπίζει τον υπεύθυνο αδένα σε ποσοστό πάνω από 95% των περιπτώσεων.
Ποια είναι η θεραπεία του αδενώματος των παραθυρεοειδών;
Η θεραπεία είναι η χειρουργική αφαίρεση του αδενώματος, δηλαδή η παραθυρεοειδεκτομή. Αυτή διενεργείται μέσω μικρής τομής λίγων εκατοστών στον τράχηλο και η επιβεβαίωση ότι έχει αφαιρεθεί ο σωστός αδένας γίνεται διεγχειρητικά, αφού 15 λεπτά μετά την αφαίρεση, η τιμή της παραθορμόνης στο αίμα πέφτει κατά 50%.
Τομή παραθυρεοειδεκτομής
Επινεφριδικό τυχαίωμα ονομάζεται ένας όγκος των επινεφριδίων ο οποίος ανακαλύπτεται τυχαία κατά τη διενέργεια κάποιας απεικονιστικής εξέτασης της κοιλίας (υπερηχογράφημα, αξονική και μαγνητική τομογραφία), την οποία συνήθως ο ασθενής έκανε για άλλο λόγο και χωρίς απαραιτήτως να σχετίζεται με συμπτώματα της συγκεκριμένης πάθησης.
Πολύ σημαντικοί παράγοντες για την περαιτέρω αντιμετώπιση ενός τέτοιου όγκου, οι οποίοι θα καθορίσουν και τη θεραπεία του, είναι το μέγεθος, το αν εκκρίνοντας κάποια ορμόνη διαταράσσει την ορμονική ισορροπία και το αν υπάρχουν στοιχεία που το καθιστούν ύποπτο για κακοήθεια.
Πότε ένας επινεφριδικός όγκος που ανακαλύπτεται τυχαία (επινεφριδικό τυχαίωμα) χρειάζεται χειρουργική θεραπεία;
Χειρουργική θεραπεία απαιτείται όταν υπάρχει κάποιο από τα εξής:
Ποια είναι η χειρουργική θεραπεία των επινεφριδικών όγκων;
Η χειρουργική θεραπεία των επινεφριδικών όγκων συνίσταται στην επινεφριδεκτομή, την αφαίρεση δηλαδή του αντίστοιχου επινεφριδίου. Τα τελευταία χρόνια, η καθιέρωση των τεχνικών της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής (λαπαροσκοπικών και ρομποτικών) έχει καταστήσει τις επεμβάσεις αυτές πολύ καλά ανεκτές σε σχέση με τις ανοικτές, με μικρή διάρκεια νοσηλείας και μικρά ποσοστά επιπλοκών.
Μικρές οπές (5-10 mm) για την είσοδο των λαπαροσκοπικών εργαλείων για δεξιά και αριστερή επινεφριδεκτομή αντίστοιχα
Ο φλοιός των επινεφριδίων αποτελεί την εξωτερική μοίρα των αδένων και είναι υπεύθυνος για την έκκριση διαφόρων ορμονών, όπως η κορτιζόλη, η αλδοστερόνη (ρυθμίζει την ισορροπία υγρών και ηλεκτρολυτών) και οι ορμόνες του φύλου. Ένας όγκος του φλοιού των επινεφριδίων μπορεί να εκκρίνει ορμόνες, οπότε να δίνει συμπτώματα, ή να είναι μη λειτουργικός, οπότε συνήθως ανακαλύπτεται τυχαία. Ανάλογα με την προέλευση του όγκου από την αντίστοιχη ομάδα κυττάρων, υπερεκκρίνεται και η αντίστοιχη ορμόνη και εμφανίζονται τα αντίστοιχα συμπτώματα.
Ποιοι είναι οι συνήθεις όγκοι του φλοιού των επινεφριδίων;
Το αλδοστερόνωμα προέρχεται από τα κύτταρα που εκκρίνουν αλδοστερόνη και η υπερέκκρισή της προκαλεί το σύνδρομο Cohn, που περιλαμβάνει υπέρταση, πολυουρία και μυϊκή αδυναμία και κράμπες (λόγω υποκαλιαιμίας). Το σύνδρομο Cushing αποτελεί την κατάσταση που προκαλείται από περίσσεια κορτιζόλης και μπορεί να οφείλεται σε εξωγενή χορήγηση, σε αδένωμα της υπόφυσης (βρίσκεται στον εγκέφαλο) που μέσω της κορτικοτρόπου ορμόνης ACTH «εξαναγκάζει» τα επινεφρίδια να υπερπαράγουν κορτιζόλη (οπότε ονομάζεται νόσος του Cushing και όχι σύνδρομο) ή σε αδένωμα/υπερπλασία των ίδιων των επινεφριδίων. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν κεντρικού τύπου παχυσαρκία, υπέρταση, πολυφαγία, πολυδιψία και αλλαγές στο δέρμα (μελάγχρωση, ραγάδες).
Ποιοι όγκοι του φλοιού των επινεφριδίων απαιτούν χειρουργική θεραπεία;
Χειρουργική θεραπεία απαιτείται όταν υπάρχει κάποιο από τα εξής:
Ποια είναι η χειρουργική θεραπεία των επινεφριδικών όγκων;
Η χειρουργική θεραπεία των επινεφριδικών όγκων συνίσταται στην επινεφριδεκτομή, την αφαίρεση δηλαδή του αντίστοιχου επινεφριδίου. Τα τελευταία χρόνια, η καθιέρωση των τεχνικών της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής (λαπαροσκοπικών και ρομποτικών) έχει καταστήσει τις επεμβάσεις αυτές πολύ καλά ανεκτές σε σχέση με τις ανοικτές, με μικρή διάρκεια νοσηλείας και μικρά ποσοστά επιπλοκών.
Μικρές οπές (5-10 mm) για την είσοδο των λαπαροσκοπικών εργαλείων για δεξιά και αριστερή επινεφριδεκτομή αντίστοιχα
Ο μυελός των επινεφριδίων αποτελεί την εσωτερική μοίρα των αδένων και είναι υπεύθυνος για την έκκριση των ορμονών του stress (κατεχολαμίνες), δηλαδή της αδρεναλίνης και νοραδρεναλίνης.
Ποιοι είναι οι όγκοι του μυελού των επινεφριδίων;
Ο όγκος του μυελού των επινεφριδίων ονομάζεται φαιοχρωμοκύττωμα. Τα συμπτώματα που συνήθως προκαλεί αφορούν σημαντική υπέρταση, πονοκεφάλους, εφιδρώσεις και αίσθημα παλμών/ταχυκαρδία. Το 10% των όγκων που υπερεκκρίνουν ορμόνες του stress μπορεί να εντοπίζεται έξω από τα επινεφρίδια, το 15-20% απ’ τα φαιοχρωμοκυττώματα μπορεί να αφορά κακοήθεις όγκους και το 20% να είναι μη λειτουργικοί (να μην εκκρίνουν ορμόνες) και να ανακαλύπτονται συνήθως τυχαία. Η διάγνωση γίνεται με απεικονιστικές μεθόδους (αξονική και μαγνητική τομογραφία άνω κοιλίας) και με προσδιορισμό στα ούρα 24ώρου των μεταβολιτών των ορμονών (VMA ούρων 24ώρου).
Ποια είναι η θεραπεία του φαιοχρωμοκυττώματος;
Η θεραπεία του φαιοχρωμοκυττώματος είναι χειρουργική, τόσο για τον έλεγχο των συμπτωμάτων, όσο και για την πιθανότητα κακοήθειας (15-20%). Πριν την επέμβαση οι ασθενείς πρέπει να λάβουν για 1-2 εβδομάδες κάποια φάρμακα που ονομάζονται α-αποκλειστές, για να αποφευχθεί η διεγχειρητική υπέρταση και οι καρδιαγγειακές επιπλοκές. Η επέμβαση συνίσταται στην επινεφριδεκτομή, την αφαίρεση δηλαδή του αντίστοιχου επινεφριδίου. Τα τελευταία χρόνια, η καθιέρωση των τεχνικών της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής (λαπαροσκοπικών και ρομποτικών) έχει καταστήσει τις επεμβάσεις αυτές πολύ καλά ανεκτές σε σχέση με τις ανοικτές, με μικρή διάρκεια νοσηλείας και μικρά ποσοστά επιπλοκών.
Μικρές οπές (5-10 mm) για την είσοδο των λαπαροσκοπικών εργαλείων για δεξιά και αριστερή επινεφριδεκτομή αντίστοιχα