Η λαπαροσκοπική χειρουργική είναι ο κλάδος της χειρουργικής που δεν χρησιμοποιεί τομές στην κοιλιά για να αποκτήσει ο χειρουργός οπτική και απτική πρόσβαση με τα χέρια του στα διάφορα όργανα. Αντ’ αυτού χρησιμοποιεί μικρές τομές (οπές) 0,5-1 εκατοστών από τις οποίες εισάγονται η οπτική κάμερα και τα διάφορα λαπαροσκοπικά εργαλεία, μέσω ειδικών συσκευών ή trocar (κάνουλες). Η εικόνα προβάλλεται σε οθόνη υψηλής ευκρίνειας με πολλές φορές μεγέθυνση μέσω οπτικών ινών, ο φωτισμός προέρχεται από πηγή ψυχρού φωτισμού στην ίδια την κάμερα, ενώ ο απαιτούμενος χώρος για τους χειρουργικούς χειρισμούς δημιουργείται με το “φούσκωμα” της κοιλιάς με αδρανές αέριο (διοξείδιο του άνθρακα – CO2), μια κατάσταση που ονομάζεται πνευμοπεριτόναιο.
Στις μέρες μας, με τη συσσωρευμένη εμπειρία και γνώση, καθώς και με την τεχνολογική εξέλιξη του χειρουργικού εξοπλισμού, όλες οι λαπαροσκοπικές επεμβάσεις έχουν τα ίδια και στις περισσότερες περιπτώσεις μικρότερα ποσοστά επιπλοκών σε σχέση με τις αντίστοιχες ανοικτές επεμβάσεις.
Επιπλέον, με βάση και τα διεθνή βιβλιογραφικά δεδομένα, η αποτελεσματικότητα των λαπαροσκοπικών επεμβάσεων είναι εφάμιλλη των ανοικτών, με επιπρόσθετα οφέλη για τον ασθενή, ακόμα και σε περιπτώσεις που αφορούν κακοήθεις παθήσεις και η ριζικότητα μιας επέμβασης είναι το αδιαπραγμάτευτο ζητούμενο.
Σε κάθε περίπτωση, αν και σε εξαιρετικά μικρά ποσοστά, ο χειρουργός μπορεί ανά πάσα στιγμή να μετατρέψει την επέμβαση σε ανοικτή, εφόσον τα δεδομένα κατά τη διάρκεια της επέμβασης δεν του επιτρέπουν να προχωρήσει με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα με τις λαπαροσκοπικές τεχνικές.
Το χειρουργικό σύστημα da Vinci είναι το πρώτο σύστημα ρομποτικής χειρουργικής που εγκρίθηκε από τον Αμερικανικό Οργανισμό Φαρμάκων και Υλικών (FDA) για την πραγματοποίηση χειρουργικών επεμβάσεων. Ο χειρουργός κατευθύνει και συντονίζει το όλο σύστημα μέσω της χειρουργικής κονσόλας, έχοντας μπροστά του μια μεγεθυσμένη και τρισδιάστατη εικόνα του χειρουργικού πεδίου. Αποτελείται από τρία μέρη:
Μια ρομποτική χειρουργική επέμβαση πραγματοποιείται με τη βοήθεια του ρομποτικού συστήματος DaVinci. Τo ρομποτικό αυτό σύστημα απαιτεί φυσικά χειρισμό από χειρουργό. Η κάμερα και τα μικροσκοπικά εργαλεία εισέρχονται στο σώμα του ασθενούς μέσω πολύ μικρών τομών (1-2 cm), όπως και στη λαπαροσκοπική χειρουργική. Ο χειρουργός βρίσκεται μπροστά στην κονσόλα χειρισμού του ρομπότ λίγα μέτρα μακριά από το χειρουργικό τραπέζι, και πραγματοποιεί την επέμβαση κινώντας ειδικούς μοχλούς, ενώ βλέπει σε οθόνη το χειρουργικό πεδίο. Οι κινήσεις των μοχλών αυτών μεταφέρονται σε πραγματικό χρόνο και αναπαράγονται από τους ρομποτικούς βραχίονες. Το ρομποτικό σύστημα, μέσω ψηφιακής ανάλυσης, προσφέρει ακριβέστατη τρισδιάστατη και μεγεθυμένη εικόνα στο χειρουργό, δίνει λεπτομερή αίσθηση των ιστών και ουσιαστικά εξαλείφει τα συνήθη μειονεκτήματα της λαπαροσκοπικής τεχνικής. Σε αυτό συμβάλουν και οι αρθρωτοί χειρουργικοί βραχίονες του ρομπότ, οι οποίοι είναι σε θέση να εκτελούν σε τρία επίπεδα όλες τις κινήσεις που κάνει το ανθρώπινο χέρι, με τη διαφορά όμως ότι προσφέρει απόλυτη ακρίβεια σε αυτές. Η επέμβαση πραγματοποιείται πάντα με την παρουσία ενός δεύτερου χειρουργού, ο οποίος βρίσκεται ¨πάνω¨ στον ασθενή.
Η ρομποτική χειρουργική προσφέρει στον ασθενή όλα τα πλεονεκτήματα της Ελάχιστα Επεμβατικής Χειρουργικής;
Τα πλεονεκτήματά της σε σχέση με τη συμβατική λαπαροσκοπική χειρουργική είναι τα εξής :
Τα τελευταία χρόνια, η καθιέρωση των ελάχιστα επεμβατικών τεχνικών (λαπαροσκοπικής/ρομποτικής χειρουργικής) έχουν καταστήσει τη χειρουργική θεραπεία της ΓΟΠ μια πολύ καλά ανεκτή διαδικασία για τους ασθενείς. Υπάρχει πληθώρα τεχνικών, με επικρατέστερη την θολοπτύχωση κατά Nissen, η οποία περιλαμβάνει τη διόρθωση της διαφραγματοκήλης που συχνά συνυπάρχει και τη δημιουργία μιας βαλβίδας υψηλής πίεσης στον κατώτερο οισοφάγο που αποτρέπει την παλινδρόμηση. Η βαλβίδα αυτή δημιουργείται μέσω του «τυλίγματος» κατά 3600 του ανώτερου τμήματος του στομάχου γύρω από τον οισοφάγο. Η επέμβαση αυτή γίνεται σήμερα λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά, χωρις τομές στην κοιλία του ασθενους, αλλά μέσω 5 οπών λίγων χιλιοστών, με νοσηλεία 1-2 ημερών και τον ασθενή να επιστρέφει γρήγορα στις καθημερινές του δραστηριότητες.
Οι περισσότεροι ασθενείς με καρκίνο του οισοφάγου παρουσιάζουν συμπτώματα, παρότι σε ένα ποσοστό 15-25% διαγιγνώσκεται ως τυχαίο εύρημα. Τα κυριότερα συμπτώματα περιλαμβάνουν:
Το κάπνισμα και η χρήση αλκοόλ σχετίζονται με την ανάπτυξη πλακώδους καρκινώματος του οισοφάγου, συνεπώς η αποφυγή τους ελαττώνει τις πιθανότητες ανάπτυξης της συγκεκριμένου τύπου κακοήθειας. Κυρίως όμως, η θεραπεία του οισοφάγου Barrett, που είναι αποτέλεσμα της χρόνιας γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, είναι ο κύριος τρόπος πρόληψης της ανάπτυξης αδενοκαρκινώματος του οισοφάγου, που τα τελευταία χρόνια αποτελεί το συχνότερο τύπο κακοήθειας του συγκεκριμένου οργάνου. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος θεραπείας του οισοφάγου Barrett είναι η χειρουργική θεραπεία της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης. Όλοι οι ασθενείς με συμπτωματολογία από τον οισοφάγο θα πρέπει να υποβάλλονται σε ενδοσκόπηση για τη δυνατόν πρώιμη διάγνωση κακοηθειών, ή καταστάσεων που μπορούν να εξελιχθούν σε κακοήθεια.
Η γενετική προδιάθεση, το είδος της διατροφής (μεγάλη ποσότητα άλατος και καπνιστές τροφές), διάφορες καταστάσεις του στομάχου που θεωρούνται προκαρκινωματώδεις (χρόνια ατροφική γαστρίτιδα, πολύποδες, προηγηθείσα αφαίρεση τμήματος του στομάχου) και η λοίμωξη με το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού (Helicobacter Pylori).
Αρχικώς τα συμπτώματα είναι ήπια, με δυσπεπτικά ενοχλήματα, δυσανεξία στο κρέας και ναυτία. Η απώλεια αίματος από τον όγκο εκδηλώνεται πιο συχνά ως μέλαινα κένωση (μαύρα κόπρανα) παρά ως αιματέμεση (αιματηρός έμετος). Στην εξέλιξη της νόσου μπορεί να εμφανιστούν αδυναμία, απώλεια σωματικού βάρους και ανάλογα με την εντόπιση του όγκου δυσφαγία ή έμετοι. Σε πιο προχωρημένες καταστάσεις μπορεί να υπάρχει ψηλαφητή μάζα στηυν κοιλιά ή ψηλαφητός λεμφαδένας πάνω από την αριστερή κλείδα (λεμφαδένας του Virchow).
Η πορεία της νόσου είναι χρόνια και διαλείπουσα, χαρακτηριζόμενη από εξάρσεις και υφέσεις. Σε οξεία φάση εμφανίζονται κολικοειδή κοιλιακά άλγη, πυρετική κίνηση, ανορεξία και βλεννοαιματηρές κενώσεις. Χρονίως, εμφανίζονται συρίγγια, είτε μεταξύ του εντέρου και του δέρματος (εντεροδερματικά συρίγγια) ή μεταξύ διαφόρων τμημάτων του εντέρου ή μεταξύ του εντέρου και άλλων οργάνων , π.χ. την ουροδόχο κύστη (εσωτερικά συρίγγια). Επίσης η νόσος μπορεί να προκαλέσει συρίγγια και αλλοιώσεις στο δέρμα γύρω από τον πρωκτό. Η χρόνια φλεγμονή μπορεί να προκαλέσει στένωση διαφόρων τμημάτων του εντέρου, συχνά στο τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου, που προκαλεί εικόνα ατελούς ή πλήρους εντερικής απόφραξης (ειλεός). Επειδή οι βλάβες στη νόσο του Crohn αφορούν όλο το τοίχωμα του εντέρου, μπορεί να προκληθεί διάτρηση, με σχηματισμό αποστημάτων ή ακόμη και περιτονίτιδας. Η παρουσία της νόσου αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου. Άλλες εκδηλώσεις αποτελούν η εμφάνιση στοματικών αφθωδών αλλοιώσεων καθώς και εξωεντερικές εκδηλώσεις, όπως αρθρίτιδες, δερματικές αλλοιώσεις (οζώδες ερύθημα), επιπεφυκίτιδες, ιριδοκυκλίτιδες κ.α.
Η θεραπεία είναι κατά βάση φαρμακευτική, στοχεύοντας να κρατάει τη νόσο σε ύφεση και να προλαμβάνει την εμφάνιση των επιπλοκών της. Συνίσταται στη χορήγηση διαφόρων φαρμάκων ανάλογα με τη βαρύτητα και την εξέλιξή της. Περιλαμβάνει τη χορήγηση παραγώγων του σαλικυλικού οξέος, κορτικοστεροειδών, ανοσοκατασταλτικών και βιολογικών παραγόντων. Οι ασθενείς θα πρέπει να υποβάλλονται σε τακτικό κλινικοεργαστηριακό έλεγχο και ενδοσκοπήσεις, για τoν έλεγχο της εξέλιξης της νόσου αλλά και για τυχόν ανάπτυξη κακοήθειας, αφού οι πάσχοντες εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Η χειρουργική θεραπεία περιορίζεται στον έλεγχο των επιπλοκών της νόσου.
Η νόσος του Crohn είναι μια χρόνια πάθηση του πεπτικού συστήματος, που σε αντίθεση με την ελκώδη κολίτιδα (αφορά μόνο το παχύ έντερο), μπορεί να αφορά οποιοδήποτε τμήμα του πεπτικού σωλήνα. Ως εκ τούτου, η αφαίρεση ενός πάσχοντος τμήματος δε θεραπεύει τη νόσο, η οποία μπορεί ακολούθως να εμφανιστεί οπουδήποτε αλλού. Αντιθέτως, περιορίζει το μήκος του εντέρου που απομένει, καθιστώντας προβληματική μια μελλοντική εκτομή που θα είναι πραγματικά απαραίτητη. Γι’ αυτό το λόγο η χειρουργική περιορίζεται στην αντιμετώπιση των επιπλοκών της νόσου, στενώσεων, συριγγίων και διατρήσεων. Οι ασθενείς με στενώσεις του εντέρου αντιμετωπίζονται κατά προτίμηση με πλαστική των στενώσεων ή εκτομή του στενωμένου τμήματος του εντέρου. Για τα συρίγγια ο τρόπος αντιμετώπισης ποικίλλει ανάλογα με την εντόπισή τους, ενώ μια πιθανή διάτρηση του εντέρου αντιμετωπίζεται όπως σε άλλες περιπτώσεις άλλης αιτιολογίας σε επείγουσα βάση. Παρά τη γενική αρχή ότι η θεραπεία της νόσου είναι βασικά φαρμακευτική, με τα υπάρχοντα δεδομένα, ένας ασθενής με τη νόσο στατιστικά έχει περισσότερες πιθανότητες να υποβληθεί σε κάποια χειρουργική επέμβαση κάποια στιγμή της ζωής του, εξαιτίας της εμφάνισης των επιπλοκών της νόσου.
Η πορεία της νόσου είναι χρόνια και διαλείπουσα, χαρακτηριζόμενη από εξάρσεις και υφέσεις. Η βαρύτητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από την έκταση της προσβολής του παχέος εντέρου. Κύρια εκδήλωση είναι οι βλεννοαιματηρές διαρροϊκές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να συνοδεύονται από κολικοειδή κοιλιακά άλγη, πυρετική κίνηση, αδυναμία, τεινεσμό (αίσθημα ανάγκης για κένωση) και ακράτια. Στην ήπια μορφή της χαρακτηρίζεται από μικρό αριθμό βλεννοαιματηρών κενώσεων, ενώ στη βαρεία προσβολή όπου πάσχει όλο το έντερο (πανκολίτιδα), οι εκδηλώσεις είναι σοβαρές, με συστηματική εικόνα σηπτικού shock και σημαντική θνητότητα, που συνήθως απαιτεί άμεση χειρουργική παρέμβαση. Οι εξωεντερικές εκδηλώσεις της νόσου είναι συχνές (εκδηλώσεις από το ήπαρ, σκληρυντική χολαγγειϊτιδα, αρθρίτιδες, δερματικές αλλοιώσεις, επιπεφυκίτιδες, κ.α.) και τουλάχιστον μία αφορά το 25% των ασθενών.
Ναι. Ασθενείς που νοσούν για >10 έτη έχουν 10% πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου, με το ποσοστό να ανέρχεται στο 30% μετά από 30 έτη. Ο καρκίνος στους ασθενείς αυτούς εμφανίζεται κατά μέσο όρο 20 χρόνια νωρίτερα απ’ ότι στο γενικό πληθυσμό (4η 10ετία της ζωής αντί για την 6η που ισχύει για το γενικό πληθυσμό).
Η αρχική υποψία τίθεται από την κλινική εικόνα και τα συμπτώματα, Η διάγνωση μπαίνει με κολονοσκόπηση και λήψη βιοψιών από τις προσβεβλημένες περιοχές. Πρέπει να γίνει διαφορική διάγνωση από κολίτιδες άλλης αιτιολογίας και από το έτερο κοινό φλεγμονώδες νόσημα, τη νόσο του Crohn. Η λήψη βιοψιών με κολονοσκόπηση επίσης είναι χρήσιμη για την ανίχνευση προκαρκινικών και κακοήθων καταστάσεων.
Η θεραπεία ανάλογα και με τη βαρύτητα των προσβολών είναι αρχικά φαρμακευτική. Συνίσταται στη χορήγηση διαφόρων φαρμάκων ανάλογα με τη βαρύτητα και την εξέλιξή της. Περιλαμβάνει τη χορήγηση παραγώγων του σαλικυλικού οξέος, κορτικοστεροειδών, ανοσοκατασταλτικών και βιολογικών παραγόντων. Οι ασθενείς θα πρέπει να υποβάλλονται σε τακτικό κλινικοεργαστηριακό έλεγχο και ενδοσκοπήσεις, για τoν έλεγχο της εξέλιξης της νόσου αλλά και για τυχόν ανάπτυξη κακοήθειας. Η χειρουργική θεραπεία έχει θέση σε περιπτώσεις βαρείας ή κεραυνοβόλου κολίτιδας, στην αντιμετώπιση των επιπλοκών (σημαντική αιμορραγία, διάτρηση) και στην εμφάνιση καρκίνου ή προκαρκινικών καταστάσεων.
Σε αντίθεση με τη νόσο του Crohn που μπορεί να αφορά οποιοδήποτε τμήμα του πεπτικού σωλήνα, η ελκώδης κολίτιδα προσβάλει μόνο το παχύ έντερο. Ως εκ τούτου, η αφαίρεση όλου του παχέος εντέρου και του ορθού εξαλείφει τη νόσο. Αυτό φυσικά δεν καθιστά αυτή την προσέγγιση κατάλληλη για όλους τους ασθενείς σε όλα τα στάδια της νόσου. Η χειρουργική θεραπεία έχει ένδειξη σε ασθενείς με βαρεία εικόνα και εκτεταμένη προσβολή του παχέος εντέρου, κεραυνοβόλο κολίτιδα και ανάπτυξη σηπτικής καταπληξίας (μπορεί να απαιτηθεί επειγόντως) και ανάπτυξη καρκίνου. Συνίσταται συνήθως στην ολική ορθοκολεκτομή με δημιουργία νεολυκήθου (αφαίρεση όλου του παχέος εντέρου και του ορθού μέχρι τον πρωκτό, δημιουργία νέο-ορθού από λεπτό έντερο/J θύλακος και συνήθως προσωρινή και για διάστημα λίγων μηνών ειλεοστομία που αποκαθίσταται με δεύτερη επέμβαση). Σε επείγουσες καταστάσεις, σε ιδιαίτερα βεβαρυμένους και ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ανάπτυξη καρκίνου στο κατώτερο ορθό, μπορεί να απαιτηθεί η διενέργεια ολικής πρωκτοκολεκτομής με μόνιμη τελική ειλεοστομία. Οι επεμβάσεις αυτές σήμερα, όταν εκτελούνται προγραμματισμένα, μπορούν να διενεργηθούν με τις τεχνικές της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής (λαπαροσκοπικές και ρομποτικές), ελαττώνοντας σημαντικότατα τη νοσηρότητα, το χρόνο νοσηλείας, το μετεγχειρητικό πόνο και προσφέροντας γρήγορη επάνοδο του ασθενούς στις καθημερινές δραστηριότητες.
Η κλασική αλληλουχία των συμπτωμάτων της οξείας σκωληκοειδίτιδας που συχνά περιγράφεται, δεν είναι απαραίτητο ότι θα είναι παρούσα σε κάθε περίπτωση. Συνήθως αρχικά υπάρχει αδιαθεσία και ασαφής πόνος στο επιγάστριο (περιομφαλικά), ο οποίος μπορεί να ακολουθείται από ναυτία, έμετο και ανορεξία. Συχνά συνυπάρχει δεκατική πυρετική κίνηση. Με την εξέλιξη της κατάστασης, ο πόνος μετεγκαθίσταται και γίνεται πιο έντονος και εντοπισμένος στο δεξιό λαγόνιο βόθρο (συνήθως στο 1/3 της απόστασης από την πρόσθια άνω λαγόνια άκανθα και τον ομφαλό). Η πίεση σ’ αυτό το σημείο προκαλεί αναπαραγωγή του πόνου και σύσπαση της κοιλίας (σημείο McBurney). Είναι δυνατόν και λόγω θέσης της σκωληκοειδούς απόφυσης, σε κάμψη του μηρού προς την κοιλία να αναπαράγεται επίσης ο πόνος (σημείο ψοϊτη) ή με πίεση ακριβώς απέναντι στον αριστερό λαγόνιο βόθρο να αναπαράγεται ο πόνος δεξιά (σημείο Rovsing). Σε περίπτωση εξέλιξης της φλεγμονής και ρήξης, μπορεί να υπάρξει πρόσκαιρη ανακούφιση, η οποία όμως ακολουθείται από σημεία περιτονίτιδας, με διάχυτο άλγος και σύσπαση της κοιλίας και σημεία σηπτικού shock.
Διάφορα κληρονομικά σύνδρομα (σύνδρομο οικογενούς πολυποδίασης-FAP, κληρονομικός μη πολυποδιασικός καρκίνος του κόλου-σύνδρομο Lynch ή HNPCC) προκαλούν με μεγάλη συχνότητα καρκίνο του παχέος εντέρου και εμφάνισή του σε νεαρότερη ηλικία. Τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (ελκώδης κολίτιδα, νόσος του Crohn) επίσης ανεβάζουν κατά πολύ την πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Διάφοροι άλλοι παράγοντες, όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ, η μεγάλη κατανάλωση κόκκινου κρέατος, η παχυσαρκία και η δίαιτα που είναι φτωχή σε άπεπτες φυτικές ίνες, επίσης εκθέτουν τον πληθυσμό σε μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου.
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου μπορεί να διαδράμει για μεγάλο χρονικό διάστημα ασυμπτωματικός. Τα συμπτώματα ποικίλλουν ανάλογα με την εντόπιση. Τα καρκινώματα του δεξιού τμήματος του παχέος εντέρου προκαλούν συνήθως μη ορατή (μικροσκοπική) αιμορραγία και εκδηλώνονται ως ανεξήγητη αναιμία, αντιληπτή συχνά σε μια γενική εξέταση αίματος. Τα καρκινώματα του αριστερού τμήματος του παχέος εντέρου, όπου το εντερικό περιεχόμενο είναι πιο στερεό και ο αυλός του εντέρου στενότερος, προκαλούν συνήθως συμπτώματα απόφραξης (δυσκοιλιότητα, κολικοειδή άλγη, κοιλιακή διάταση, εναλλαγή δυσκοιλιότητας – διάρροιας) ή αιμορραγία με τη μορφή απώλειας αίματος κατά τις κενώσεις. Σε πιο προχωρημένες καταστάσεις μπορεί να υπάρχει ψηλαφητή μάζα, εικόνα ειλεού, έντονη αιμορραγία ή και διάτρηση του εντέρου.
Ο χρυσός κανόνας για τη διάγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου είναι η διενέργεια κολονοσκόπησης. Επί ύπαρξης ευρημάτων λαμβάνονται βιοψίες για να τεκμηριωθεί η διάγνωση. Νεότερες ακτινολογικές μέθοδοι όπως η αξονική κολονογραφία μπορουν επίσης να διαγνώσουν τη νόσο, αλλά με μικρότερη ευαισθησία. Σε κάποιες περιπτώσεις κατά τη διενέργεια αξονικής ή μαγνητικής τομογραφίας κοιλίας, ευμεγέθη νεοπλάσματα μπορεί να γίνουν ορατά, χωρίς όμως η μη απεικόνισή τους να αποκλείει την ύπαρξή τους. Σε κάθε περίπτωση όμως, τα ακτινολογικά ευρήματα υπαγορεύουν τελικά τη διενέργεια κολονοσκόπησης και τη λήψη βιοψιών για την τεκμηρίωση της διάγνωσης.
Όλοι οι ενήλικες άνω των 50 ετών πρέπει να υποβάλλονται σε κολονοσκόπηση, την οποία να επαναλαμβάνουν ασχέτως κλινικής υποψίας κάθε 5 χρόνια. Ενήλικες με συγγενή πρώτου βαθμού που εμφάνισε καρκίνο του παχέος εντέρου πριν τα 60, είναι προτιμότερο να ξεκινούν τη διαδικασία μετά την ηλικία των 40 ή 10 χρόνια πριν από την ηλικία εμφάνισης καρκίνου του συγγενούς. Ασθενείς με κληρονομικά σύνδρομα πολυποδίασης πρέπει να ξεκινούν τη διενέργεια κολονοσκόπησης από την πρώιμη εφηβική ηλικία κάθε 1-2 χρόνια, ενώ ασθενείς με κληρονομικό μη πολυποδιασικό καρκίνο (HNPCC ή παλαιότερα σύνδρομο Lynch), την ίδια διαδικασία από την ηλικία των 20-25 ετών. Ασθενείς με φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (νόσο Crohn, ελκώδη κολίτιδα) πρέπει να υποβάλλονται σε κολονοσκόπηση κάθε 1-2 χρόνια, 5 με 10 χρόνια μετά την εμφάνιση της νόσου.
Η θεραπεία της αιμορροϊδοπάθειας είναι χειρουργική. Η συντηρητική θεραπεία, όπως υπακτικά, εδρόλουτρα, αντιφλεγμονώδη, είναι χρήσιμη για την παροδική ανακούφιση των συμπτωμάτων. Διάφορες τεχνικές έχουν καθιερωθεί στην πάροδο των ετών. Η κλασική αιμορροϊδεκτομή (Milligan-Morgan) περιλαμβάνει την αφαίρεση των αιμορροϊδικών όζων, με την τραυματική επιφάνεια συνήθως να αφήνεται να επουλωθεί μόνη της. Σήμερα η τεχνική αυτή όταν εφαρμόζεται, γίνεται με τη βοήθεια διαφόρων μορφών ενέργειας (ενέργεια υπερήχων) και η χρήση της περιορίζεται στη θεραπεία πολύ προχωρημένων περιπτώσεων αιμορροϊδοπάθειας 4ου βαθμού. Άλλη τεχνική είναι η αιμορροϊδεκτομή με τη χρήση κυκλικού αναστομωτήρα (τεχνική Longo). Στην τεχνική αυτή γίνεται εκτομή ενός κυκλικού τμήματος του βλεννογόνου και υποβλεννογόνου του ορθού με τη βοήθεια μιας συσκευής που χρησιμοποιείται στις επεμβάσεις για καρκίνο του ορθού, η οποία κόβωντας και συρράπτοντας ταυτόχρονα, προκαλεί ανάταξη και ελάττωση της αιμάτωσης των αιμορροϊδων. Πολύ καλά αποτελέσματα παρουσιάζει σήμερα η τεχνική της απαγγείωσης των αιμορροϊδων με τη βοήθεια κεφαλής Doppler υπερήχων (τεχνική HAL). Με την τεχνική αυτή, εντοπίζεται η αρτηριακή παροχή αίματος στις αιμορροϊδες μέσω κεφαλής υπερήχων και επί τόπου τοποθετούνται ραφές οι οποίες διακόπτουν αυτή τη ροή με αποτέλεσμα το μαρασμό των αιμορροϊδων. Η επέμβαση συμπληρώνεται με ανάρτηση του βλεννογόνου. Η τελευταία αυτή τεχνική δεν περιλαμβάνει εκτομή, συνοδεύεται από ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο και ελάχιστες επιπλοκές.
Το κυρίαρχο σύμπτωμα της ραγάδας είναι ο έντονος πόνος κατά την αφόδευση, ο οποίος μπορεί να διαρκεί και ώρες μετά, με αποτέλεσμα συχνά οι ασθενείς να αποφεύγουν τις κενώσεις. Επίσης μπορεί να υπάρχει μικρή απώλεια αίματος κατά τις κενώσεις.
Η συντηρητική αντιμετώπιση περιλαμβάνει την εφαρμογή τοπικά αναλγητικών και μυοχαλαρωτικών αλοιφών, με αμφίβολα όμως αποτελέσματα. Η βασική θεραπεία είναι χειρουργική, με τη διενέργεια έσω πλάγιας σφιγκτηροτομής, η οποία περιλαμβάνει τη διατομή των 3/5 των ινών του έσω σφιγκτήρα, έτσι ώστε να αποφεύγεται η έντονη σύσπασή του, να επουλωθεί η ραγάδα και να ανακουφιστεί ο ασθενής. Η επέμβαση διενεργείται συνήθως με τη χορήγηση μέθης και ο ασθενής λαμβάνει εξιτήριο λίγες ώρες μετά το χειρουργείο. Μετά από επέμβαση τα ποσοστά υποτροπής είναι πολύ χαμηλά, κάτω του 1%.
Για μεγάλο διάστημα από το σχηματισμό της μπορεί να μείνει ασυμπτωματική και να μη γίνει αντιληπτή. Συχνότερα γίνεται αντιληπτή όταν επιμολυνθεί για πρώτη φορά, οπότε υπάρχει έξοδος συχνά δύσοσμου υγρού ή πύου, ή μετατροπή σε απόστημα με έντονο πόνο και ερυθρότητα της περιοχής. Ορατά μπορεί να είναι τα στόμια των συριγγίων σαν μικρές τρύπες στην περιοχή του κόκκυγα, μερικές φορές με έξοδο τριχών από αυτά.
Η θεραπεία είναι αποκλειστικά χειρουργική. Σε περίπτωση που δημιουργηθεί απόστημα, πρέπει πρώτα να γίνει μια απλή διάνοιξη του αποστήματος και στη συνέχεια να αντιμετωπιστεί οριστικά. Υπάρχει πληθώρα χειρουργικών τεχνικών για την αντιμετώπιση της πάθησης (ανοικτές, κλειστές, συνδυασμός), όλες με στόχο την πλήρη αφαίρεση της κύστης και των συριγγίων και την πρόληψη των υποτροπών (επαναδημιουργία). Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδείκνυται η θεραπεία της κύστης με χρήση laser, προσφέροντας μικρότερο τραύμα και ταχύτερη επούλωση.
Εξαρτάται από την εντόπισή του. Ο καρκίνος της κεφαλής του παγκρέατος μπορεί να παραμείνει για το αρχικό διάστημα ασυμπτωματικός. Όταν δώσει συμπτώματα αυτά περιλαμβάνουν ίκτερο (κιτρίνισμα του δέρματος και των οφθαλμών, αποχρωματισμός κοπράνων, υπέρχρωση ούρων), απώλεια βάρους, πόνο και ανώδυνη διόγκωση της χοληδόχου κύστης. Ο καρκίνος του σώματος και της ουράς αργεί περισσότερο να δώσει συμπτώματα, και αυτά περιορίζονται στην απώλεια βάρους και τον πόνο. Άλλα συμπτώματα που μπορεί να εμφανιστούν είναι η απώλεια όρεξης, η καταβολή, ο σακχαρώδης διαβήτης, η παγκρεατίτιδα και η θρομβοφλεβίτιδα.
Η πλειονότητα των ασθενών με λίθους στη χοληδόχο κύστη παραμένουν ασυμπτωματικοί και οι λίθοι γίνονται αντιληπτοί σε κάποια ακτινολογική εξέταση (συνήθως υπερηχογράφημα). Ένα ποσοστό όμως από αυτούς (2% κάθε χρόνο) θα γίνει συμπτωματικό, με κύρια ενοχλήματα τον κολικό των χοληφόρων (διακοπτόμενο άλγος στη δεξιά άνω κοιλία κάτω από τις πλευρές ή επιγαστρικά) ή δυσπεπτικού τύπου ενοχλήματα. Κάποιοι από τους ασθενείς θα παρουσιάσουν κάποια από τις επιπλοκές της χολολιθίασης, δηλαδή οξεία χολοκυστίτιδα ή παγκρεατίτιδα, καταστάσεις που ενίοτε σχετίζονται με σημαντική νοσηρότητα και θνητότητα.
Η διάγνωση γίνεται με το υπερηχογράφημα άνω κοιλίας, μια εξέταση ανώδυνη, γρήγορη και χωρίς ακτινοβολία για τον ασθενή. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας των χοληφόρων (MRCP).
Η οξεία χολοκυστίτιδα είναι κύρια επιπλοκή της χολολιθίασης. Πρόκειται για οξεία φλεγμονή της χοληδόχου κύστης συνήθως λόγω απόφραξής της από πέτρα, στάση της χολής εντός αυτής και επιμόλυνσής της από μικρόβια. Τα συμπτώματα που προκαλεί είναι οξύς πόνος στο δεξιό υποχόνδριο (στην άνω κοιλία κάτω από το πλευρικό τόξο), πυρετός, ναυτία και έμετος. Στις εξετάσεις αίματος παρατηρείται αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων. Άτομα με σακχαρώδη διαβήτη μπορεί να παρουσιάσουν πιο «ύπουλη» και αθόρυβη χολοκυστίτιδα, ενώ έχουν και περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν πιο επιπλεγμένη πορεία. Η οξεία χολοκυστίτιδα μπορεί να εξελιχθεί σε επιπεπλεγμένη, με σχηματισμό εμπυήματος ή και γάγγραινας της χοληδόχου κύστεως, με σοβαρότερα συμπτώματα και εικόνα σήψης. Η διάγνωση της οξείας χολοκυστίτιδας γίνεται συνήθως με υπερηχογράφημα. Η θεραπεία της οξείας χολοκυστίτιδας περιλαμβάνει την ενδοφλέβια χορήγηση αντιβίωσης, υγρών και ηλεκτρολυτών, ενώ σήμερα είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται άμεσα σε λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή, σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου συστήνονταν χολοκυστεκτομή μετά την πάροδο εβδομάδων από το επεισόδιο.
Η θεραπεία της χολολιθίασης είναι η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή, δηλαδή η λαπαροσκοπική αφαίρεση της χοληδόχου κύστεως. Αποτελεί την πρώτη επέμβαση που διενεργήθηκε λαπαροσκοπικά το 1987 και άνοιξε τους ορίζοντες της λαπαροσκοπικής χειρουργικής. Είναι μια επέμβαση με χαμηλά ποσοστά επιπλοκών και πολύ μικρή συχνότητα μετατροπής σε ανοιχτή επέμβαση, ενώ στη μεγάλη πλειονότητα των ασθενών απαιτεί νοσηλεία μίας ημέρας. Μετά την έξοδο από το νοσοκομείο οι ασθενείς μπορούν να επανέλθουν στην καθημερινή τους ρουτίνα και σε πλήρη δίαιτα.
Ένας θυρεοειδικός όζος αν έχει μεγάλο μέγεθος μπορεί να γίνει αντιληπτός σαν διόγκωση στον τράχηλο από τον ίδιο τον ασθενή ή το γιατρό ψηλαφητικά και να καθοριστούν ορισμένα χαρακτηριστικά (σκληρότητα, ευκίνητος, καθηλωμένος κλπ). Οι περισσότεροι όζοι γίνονται αντιληπτοί στο υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς, όπου εκτός από την ύπαρξή τους αναδεικνύεται το μέγεθος τους, ο αριθμός τους, αν είναι συμπαγείς ή κυστικοί, καθώς και άλλα χαρακτηριστικά τους. Το σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς αναγνωρίζει αν ένας όζος παράγει ορμόνες (θερμός) ή είναι μη λειτουργικός (ψυχρός). Μερικές φορές μπορεί να απαιτηθεί διενέργεια αξονικής (CT) ή μαγνητικής (MRI) τομογραφίας, για τη λήψη πληροφοριών σε σχέση με τις παρακείμενες δομές του τραχήλου ή την ύπαρξη διογκομένων λεμφαδένων. Η κυτταρολογική εξέταση με παρακέντηση με λεπτή βελόνη (FNA), είναι μια απλή διαδικασία, η οποία συχνά γίνεται με τη βοήθεια υπερήχου και λαμβάνει υλικό από τον όζο για κυτταρολογική εξέταση για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κακοήθειας ή όχι. Φυσικά, αρχικά ο προσδιορισμός των θυρεοειδικών ορμονών T3 και Τ4, αλλά κυρίως και της ρυθμιστικής υποφυσιακής ορμόνης για το θυρεοειδή, της TSH, είναι απαραίτητος.
Αυξημένος κίνδυνος κακοήθειας για ένα θυρεοειδικό όζο υπάρχει στις εξής περιπτώσεις :
Ένας θυρεοειδικός όζος ο οποίος δεν έχει χαρακτηριστικά ύποπτα για κακοήθεια πρέπει να παρακολουθείται κυρίως υπερηχογραφικά και αν προκαλεί ορμονικές διαταραχές, ο ασθενής να υποβάλλεται σε παρακολούθηση και διόρθωση των ορμονικών διαταραχών. Σε περίπτωση που τα χαρακτηριστικά του είναι ύποπτα για κακοήθεια, ή αυτή έχει τεκμηριωθεί με παρακέντηση και κυτταρολογική (FNA) ή το μέγεθος είναι τέτοιο που προκαλεί προβλήματα στον ασθενή, τότε η θεραπεία είναι χειρουργική και συνίσταται στην ολική θυρεοειδεκτομή. Η θυρεοειδεκτομή αποτελεί μια επέμβαση με μικρή νοσηρότητα, διάρκεια νοσηλείας και ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο. Στις μέρες μας υπάρχουν συσκευές (νευροδιεγέρτες), οι οποίες είναι υποβοηθητικές στην αναγνώριση των παλίνδρομων λαρυγγικών νεύρων που νευρώνουν τις φωνητικές χορδές και έρχονται σε άμεση σχέση με το θυρεοειδή, έτσι ώστε ο τραυματισμός τους που παραδοσιακά θεωρούνταν η βασική επιπλοκή μετά την επέμβαση, να είναι εξαιρετικά σπάνιος. Μετά την αφαίρεση του αδένα, ο ασθενής λαμβάνει θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, ώστε να έχει επάρκεια θυρεοειδικών ορμονών.
Τα κυριότερα συμπτώματα του υπερθυρεοειδισμού περιλαμβάνουν ταχυκαρδίες, κόπωση, εφιδρώσεις, δυσανεξία στη θερμότητα, απώλεια βάρους, νευρικότητα, αυξημένα αντανακλαστικά και διαταραχές του κύκλου στις γυναίκες ή και στυτική δυσλειτουργία στους άνδρες. Σε περίπτωση που αιτία είναι η νόσος του Graves, συνυπάρχει εξόφθαλμος.
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς μπορεί να γίνει αντιληπτός είτε ψηλαφητικά ως διόγκωση στον τράχηλο (όζος) που μπορεί να συνοδεύεται από διόγκωση τραχηλικών λεμφαδένων, ή σε υπερηχογράφημα θυρεοειδούς, είτε ως μονήρης όζος, είτε στα πλαίσια πολυοζώδους βρογχοκήλης. Ανάλογα με την επέκταση του όγκου μπορεί να παρατηρηθεί και βράγχος φωνής. Ένας θυρεοειδικός όζος που γίνεται αντιληπτός, υποβάλλεται σε έλεγχο με υπερηχογράφημα θυρεοειδούς και καθορίζεται το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του, ενώ μπορεί να απαιτηθεί και σπινθηρογράφημα. Θυρεοειδικοί όζοι ύποπτοι για κακοήθεια εμφανίζουν τα εξής χαρακτηριστικά:
Πολύ υποβοηθητική και σχετικά απλή εξέταση για τον καθορισμό ύπαρξης κακοήθειας ή μη, είναι η κυτταρολογική εξέταση μέσω παρακέντησης με λεπτή βελόνη (FNA), που συχνά γίνεται με την καθοδήγηση υπερήχων.
Παράγοντες που συσχετίζονται ισχυρότερα με την ανάπτυξη της νόσου είναι το γυναικείο φύλο (σπάνιος αλλά όχι ανύπαρκτος στους άνδρες), η μεγάλη ηλικία, ιστορικό προηγούμενου καρκίνου του μαστού, ισχυρό οικογενειακό ιστορικό, προκαρκινικές αλλοιώσεις των μαστών (δυσπλασία), ακτινοβολία στο θώρακα πριν την ηλικία των 30 και ύπαρξη πυκνών μαστών. Άλλοι παράγοντες με λιγότερο ισχυρή συσχέτιση είναι η μεγάλη διάρκεια εμμήνου ρύσεως (μικρή ηλικία έναρξης και μεγάλη ηλικία εμμηνόπαυσης), η ατεκνία, το μικρό διάστημα θηλασμού, η ηλικία πρώτου τοκετού μετά τα 30 και η λήψη αντισυλληπτικών.
Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις στις συστάσεις ανάλογα με τον εκάστοτε επιστημονικό οργανισμό, σε γενικές γραμμές περιλαμβάνουν:
Σε γυναίκες αυξημένου κινδύνου (ισχυρό οικογενειακό ιστορικό, πρώτου βαθμού συγγένεια με άτομο που ανέπτυξε καρκίνο του μαστού σε σχετικά νεαρή ηλικία) συστήνεται ο προληπτικός έλεγχος να ξεκινάει από τα 25, με κάποιες διαφοροποιήσεις.
Άλλες μέθοδοι διάγνωσης και πρόληψης αποτελούν το υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία μαστών (συμπληρωματικές πληροφορίες στη μαστογραφία, πολύ νεαρές γυναίκες).
Η αυτοεξέταση των μαστών συστήνονταν έντονα τις προηγούμενες δεκαετίες, ιδιαίτερα σε γυναίκες 20-40 ετών, που δεν είχαν αρχίσει τον τακτικό προληπτικό έλεγχο. Η διεθνής εμπειρία και βιβλιογραφία όμως δεν ανέδειξε ουσιαστικό όφελος από τη διαδικασία αυτή, αντιθέτως οδήγησε πολλές γυναίκες σε διενέργεια περιττών εξετάσεων και αυξημένο ψυχολογικό stress. Η αξία της αυτοεξέτασης συνίσταται στο ότι στο μεσοδιάστημα του τακτικού ελέγχου ή και πριν από την έναρξή του, οποιαδήποτε ανωμαλία ή αλλαγή παρατηρήσει η γυναίκα στους μαστούς της, να απευθυνθεί σε χειρουργό, έτσι ώστε είτε να γίνει ο κατάλληλoς έλεγχος, ή απλώς να καθησυχαστεί.
Γίνεται αντιληπτή ως μια διόγκωση λίγο πάνω από τα γεννητικά όργανα, στα πλάγια του εφήβαιου, η οποία συνήθως «μπαινοβγαίνει» ή «χτυπάει» ανάλογα με τις κινήσεις του σώματος, το βήχα, την αφόδευση κ.α. Σε προχωρημένες περιπτώσεις μπορεί να πάρει μεγάλες διαστάσεις και στον άνδρα να κατέβει στο όσχεο, οπότε μιλάμε για οσχεοβουβωνοκήλη. Αν παγιδεύει τμήμα του εντέρου μπορεί να προκαλέσει ειλεό (αναστολή αποβολής αερίων και κοπράνων) ή να γίνει σκληρή και επώδυνη με ερυθρότητα του δέρματος και αδυναμία ανάταξης, πράγμα που σημαίνει ότι είναι περιεσφιγμένη και το σπλάγχνο που περιέχεται στραγγαλίζεται, με άμεσο κίνδυνο νέκρωσης και διάτρησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις απαιτεί άμεση χειρουργική αντιμετώπιση.
Είναι αποκλειστικά χειρουργική. Ζώνες, κηλεπίδεσμοι και διάφορα άλλα μέσα ανατάσσουν μόνο παροδικά τις κήλες και δημιουργούν συχνά συμφύσεις, δυσκολεύοντας τη χειρουργική αποκατάσταση. Από το 19ο αιώνα ακόμη καθιερώθηκαν διάφορες τεχνικές, οι οποίες επιβίωσαν για έναν αιώνα, μέχρι τις δεκαετίες του 1980-1990. Βασική τους αρχή ήταν αρχικά η παρασκευή (ο διαχωρισμός από τα γειτονικά ανατομικά στοιχεία) του σάκκου της κήλης, η ανάταξή του στην κοιλιά και στο τέλος η σύγκλειση του χάσματος σφιχτά με ράμματα σε πολλαπλά στρώματα. Αυτό παρουσίαζε το μειονέκτημα της δημιουργίας σημαντικής τάσης στην περιοχή συρραφής, σε ήδη προβληματικό τοίχωμα, με αποτέλεσμα τη συχνή εμφάνιση υποτροπών. Σε αυτό ήρθε να απαντήσει η πρώτη επανάσταση στη χειρουργική των κηλών, δηλαδή η τοποθέτηση πλεγμάτων (συνήθως από μη απορροφήσιμα υλικά), τα οποία αποκαθιστούν το χάσμα χωρις τη δημιουργία τάσης. Η δεύτερη επανάσταση που αφορά και την εποχή μας, είναι η καθιέρωση των λαπαροσκοπικών τεχνικών για την αποκατάσταση της βουβωνοκήλης. Με αυτές τις τεχνικές, είτε με τη μέθοδο της διακοιλιακής (μέσω της κοιλίας) προπεριτοναϊκής προσπέλασης (τεχνική TAPP), ή με τη μέθοδο της ολικής εξωπεριτοναϊκής προσπέλασης (τεχνική ΤΕP), βελτιστοποιείται η αποτελεσματικότητα, μειώνεται το τραύμα και ο μετεγχειρητικός πόνος και προσφέρεται πολύ καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα.
Είναι γνωστός σε όλους ο μύθος ότι “τις ελιές δεν πρέπει να τις πειράζεις”. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι σπίλοι είναι εντελώς καλοήθεις. Κάποιες φορές όμως αυτό δεν ισχύει. Αλλαγή στο μέγεθος και το σχήμα, ανώμαλα όρια, έντονη μελάγχρωση ή εξέλκωση του σπίλου μπορεί να υποδηλώνει την ύπαρξη μελανώματος, που αποτελεί σοβαρή μορφή καρκίνου του δέρματος. Εκτός των άλλων η αφαίρεση ενός σπίλου που θα αποδειχθεί με ιστολογική εξέταση ότι είναι καλοήθης, σε καμία περίπτωση δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα. Συνεπώς είτε για αισθητικούς λόγους ή για τον αποκλεισμό κακοήθειας ύποπτου σπίλου, η θεραπεία είναι η χειρουργική αφαίρεση και η αποστολή του σπίλου για ιστολογική εξέταση.
Σε αντίθεση με τους καλοήθεις σπίλους το μελάνωμα παρουσιάζει ασυμμετρία, ανώμαλα όρια, διαφορές στις χρωματικές αποχρώσεις (ποικιλοχρωμία), μεγάλη συνήθως διάμετρο και παρουσία οζιδίων.
Αρχικώς οι ύποπτες βλάβες υφίστανται βιοψία με όριο εκτομής 2-3 mm. Εφόσον τεθεί η διάγνωση, η θεραπεία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το βάθος στο οποίο εκτείνεται η βλάβη.Γενικά για βλάβες με βάθος >1mm απαιτείται ευρεία εκτομή με διάμετρο 2-3 cm υγιών ορίων, καθώς και βιοψία φρουρού λεμφαδένα (του πρώτου λεμφαδένα που “υποδέχεται” τη λέμφο από τη βλάβη) με τη βοήθεια λεμφοσπινθηρογραφήματος. Εφόσον ο λεμφαδένας αποδειχθεί θετικός, τότε διενεργείται συμπληρωματικός λεμφαδενικός καθαρισμός της αντίστοιχης ομάδας (πχ μασχάλης, βουβωνικά κλπ). Επειδή το μελάνωμα μπορεί να δώσει μεταστάσεις σε διάφορα όργανα (οστά, εγκέφαλο, πνεύμονα, ήπαρ κ.α) πρέπει προεγχειρητικά να διενεργείται έλεγχος με απεικονιστικές και αιματολογικές εξετάσεις. Μετά το χειρουργείο και ανάλογα με την κατάσταση των λεμφαδένων μπορεί να απαιτηθεί συμπληρωμτική ανοσοθεραπεία με ιντερφερόνη ή και ακτινοβολία.